πολυτέλεια

πολυτέλεια
η, ΝΑ [πολυτελής]
1. το να ζει κανείς ξοδεύοντας πολλά χρήματα, πολυδάπανα («τὴν εὐδαιμονίαν οἰομένῳ τρυφὴν καὶ πολυτέλειαν εἶναι», Ξεν.)
2. ο πλούτος τής εμφάνισης, η μεγαλοπρέπεια, το λούσο
νεοελλ.
1. (οικον.) η χρήση αντικειμένων και η δαπάνη χρηματικών ποσών τα οποία υπερβαίνουν αισθητά το κανονικό βιοτικό επίπεδο ενός ατόμου
2. συνεκδ. καθετί που αποτελεί περιττό έξοδο, η σπατάλη
3. φρ. α) «κατάστημα πολυτελείας» — η ανώτερη κατηγορία στην οποία κατατάσσεται ένα κατάστημα, ζαχαροπλαστείο, εστιατόριο ή ξενοδοχείο, βάσει τής οποίας κανονίζονται και οι τιμές του
β) «φόρος πολυτελείας» — φόρος που επιβάλλεται σε ορισμένα είδη, όπως κοσμήματα, πολύτιμους λίθους, έργα τέχνης, αρώματα, και ο οποίος δικαιολογείται από το γεγονός ότι η αγορά τέτοιων ειδών θεωρείται ένδειξη υψηλού εισοδήματος και, συνεπώς, ένδειξη μεγάλης φοροδοτικής ικανότητας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυτελεία — πολυτελείᾱ , πολυτέλεια great expense fem nom/voc/acc dual πολυτελείᾱ , πολυτέλεια great expense fem nom/voc/acc dual (ionic) πολυτελείᾱ , πολυτέλεια great expense fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελείᾳ — πολυτελείᾱͅ , πολυτέλεια great expense fem dat sg (attic doric aeolic) πολυτελείᾱͅ , πολυτέλεια great expense fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτέλεια — great expense fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτέλεια — η 1. καθετί που αποτελεί περιττή δαπάνη: Να έχουμε τα απαραίτητα και να λείπουν οι πολυτέλειες. 2. πλούτος, πλούσια εμφάνιση, λούσο: Μεγάλη πολυτέλεια έχουν στο σπίτι τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυτελείας — πολυτελείᾱς , πολυτέλεια great expense fem acc pl πολυτελείᾱς , πολυτέλεια great expense fem gen sg (attic doric aeolic) πολυτελείᾱς , πολυτέλεια great expense fem acc pl (ionic) πολυτελείᾱς , πολυτέλεια great expense fem gen sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελείαι — πολυτελείᾱͅ , πολυτέλεια great expense fem dat sg (attic doric aeolic) πολυτελείᾱͅ , πολυτέλεια great expense fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελειῶν — πολυτέλεια great expense fem gen pl πολυτέλεια great expense fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελείαις — πολυτέλεια great expense fem dat pl πολυτέλεια great expense fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτελείαν — πολυτελείᾱν , πολυτέλεια great expense fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτέλειαι — πολυτέλεια great expense fem nom/voc pl πολυτέλεια great expense fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”